- ῥάβδοισι
- ῥάβδοςrodfem dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SALIX — antiquissimis temporibus in coronis locum habuit. Et quidem cum eo tempore coronae vinculi tantum usum praebuerint, quippe capiti inter convivialem laetitiam adstringendo primitus repertae, ex Amerina salice nexae coronae placuerunt, donec… … Hofmann J. Lexicon universale
ιτέινος — ἰτέινος, εΐνη, ον (Α) αυτός που προέρχεται ή είναι κατασκευασμένος από ξύλο ή κλάδους ιτιάς («ῥάβδοισι ἰτεΐνησι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτέα + επίθημα ινος (πρβλ. δρύ ινος, ξυλ ινος)] … Dictionary of Greek
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek